ξεπατώνω

ξεπατώνω
μετ.
1) вышибать дно; 2) разбирать пол; 3) изнурять, переутомлять, замучить (работой); μας ξεπάτωσε στη δουλειά он нас замучил работой; 4) уничтожать, истреблять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεπατώνω" в других словарях:

  • ξεπατώνω — ξεπατώνω, ξεπάτωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπατώνω — 1. αφαιρώ ή φθείρω τον πυθμένα, τον πάτο ενός αντικειμένου («ξεπάτωσες τον κουβά») 2. αφαιρώ το πάτωμα, ιδίως το ξύλινο δάπεδο 3. εξαντλώ τις σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις κάποιου, ξεθεώνω 4. αφανίζω, εξολοθρεύω, ξεκληρίζω 5. μέσ. ξεπατώνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ξεπατώνω — ξεπάτωσα, ξεπατώθηκα, ξεπατωμένος 1. βγάζω, αφαιρώ τον πάτο πράγματος (καλαθιού, βαρελιού, κοφινιού κτλ.): Ξεπατώθηκε το καλάθι. 2. βγάζω, ξηλώνω το πάτωμα, το δάπεδο: Ξεπατώσαμε το δωμάτιο, για να το στρώσουμε με μάρμαρο. 3. μτφ., κουράζω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεκωλώνω — και ξεκωλιάζω 1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη… …   Dictionary of Greek

  • ξεπάτωμα — το [ξεπατώνω] 1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου 2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα 3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»